καταχέζω

καταχέζω
(Α καταχέζω)
νεοελλ.
1. αποπατώ πάρα πολύ
2. μτφ. βρίζω κάποιον πολύ άσχημα
αρχ.
χέζω κάποιον που βρίσκεται αποκάτω («ἀπὸ κορυφῆς νύκτωρ γαλεώτης κατέχεσεν» — από ψηλά τη νύχτα μια παρδαλή σαύρα τόν κουτσούλισε, Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατέχεσε — καταχέζω befoul aor ind act 3rd sg καταχέζω befoul aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχεσεν — καταχέζω befoul aor ind act 3rd sg καταχέζω befoul aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχεσον — καταχέζω befoul aor ind act 3rd pl καταχέζω befoul aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχέσαντι — καταχέζω befoul aor part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχεσας — καταχέζω befoul aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”